CROCUM seu CROCUS — CROCUM, seu CROCUS inter praecipua horrorum pratorumque decora, παρὰ τὸ εν κρύει θάλλειν, quod in frigores floreat, nomen nonnullis invenit. Floret enim sub Pleiade et paucos dies, Theophrast. de Plantis, l. 6. c. 6. Virgilio vero flos vernus est … Hofmann J. Lexicon universale
άσφιχτος — και άσφικτος, η, ο (Α ἄσφιγκτος, ον) [σφίγγω] αυτός που δεν είναι σφιγμένος, χαλαρός, ξέσφιχτος νεοελλ. εκείνος που δεν τον έχουν σφίξει ή δεν τον έχουν πιέσει … Dictionary of Greek
δόκανο — Παγίδα για τη σύλληψη άγριων ζώων ή πουλιών. Αποτελείται από δύο τοξοειδή ελάσματα, που συγκρατούνται με ένα σύστημα ελατηρίων στην κατάλληλη θέση για την παγίδευση του θηράματος. Όταν το θήραμα πιέσει τα ελατήρια, το σύστημα που συγκρατεί τα δύο … Dictionary of Greek
πιεστός — ή, ό / πιεστός, ή, όν, ΝΑ [πιέζω] αυτός που μπορεί να πιεσθεί, που μπορεί κάποιος να τόν πιέσει, που έχει τη δυνατότητα να συμπιέζεται, να ελαττώνεται κατά όγκο με την πίεση που ασκείται επάνω του νεοελλ. 1. πεπιεσμένος, ζουλημένος, αυτός που… … Dictionary of Greek
σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek